- σκίμπους
- σκίμπους, ποδος, ὁ,A small couch, pallet, Ar.Nu.254,709, Pl.Prt.310c, X.An.6.1.4.II a kind of hammock used by invalids travelling, Gal.6.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκίμπους — small couch masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπους — οδος, ο, ΝΑ σκαμνί αρχ. είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκιμπέ πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
σκίμποδα — σκίμπους small couch neut nom/voc/acc pl σκίμπους small couch masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Складная кровать — • Σκίμπους или α̉σκάντης, также κράββατος, более простой род κλίνη (как кровать Сократа), хотя лучше, чем χαμεύνη, см. Lectus, Постель, I … Реальный словарь классических древностей
σκιμπόδων — σκίμπους small couch masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμποδας — σκίμπους small couch masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμποδες — σκίμπους small couch masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμποδι — σκίμπους small couch masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμποδος — σκίμπους small couch masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμπος — σκίμπους small couch masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίμποσι — σκίμπους small couch masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)